-
1 ψευδό-μαντις
ψευδό-μαντις, ὁ, ἡ, falscher, lügenhafter, unwahrer Prophet; Aesch. Ag. 1168; Soph. O. C. 1099; Eur. Or. 1667; Her. 4, 69; καὶ γόητες Plut. Cic. 17.
-
2 τυφόω
A delude, rare in [voice] Act.,ἐτύφωσ' ἐκ δ' ἔλετο φρένας Alc. 68
(cj. Porson), cf. Plu.2.59a;τ. τινὰ εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων Hdn.6.5.10
:—but mostly in [tense] pf. [voice] Pass. τετύφωμαι ([tense] aor. [voice] Pass.τυφωθείς S.E.P.3.193
), to be crazy, demented,ὦ τετυφωμένε σύ Pl.Hp.Ma. 290a
;ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι D.9.20
;οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο· οὐχ οὕτω τετύφωμαι Id.18.11
, cf. 24.158, Plb.3.81.1, Cic.Att.12.25.2, 1 Ep.Ti.6.4, al.;ἴσως ἔγωγε τετύφωμαι ταῦτα λέγων καὶ τὰ μὴ δεινὰ ἀξιῶ δεδιέναι D.H.6.52
;ὁ οἶνος τετυφωμένους ποιεῖ Arist.Pr. 873a23
, cf. Phld.Mus.p.54 K.;γόητες καὶ σοφισταὶ καὶ τετυφωμένοι καὶ φαρμακεῖς Jul.Or.6.197d
;ἀνόητος καὶ τετυφωμένος Luc.Nigr.1
, cf. Icar.7, Arr.Epict.4.1.150: c. dat. modi, demented, rendered vain,Str.
15.1.5; filled with insane arrogance,Luc.
Nec.12: Harp. expl. τετύφωμαι by ἐμβεβρόντημαι.II τυφῶσαι· πνῖξαι, ἀπολέσαι, Hsch. -
3 κινδῡνεύω
κινδῡνεύω, 1) sich in Gefahr begeben, wagen, bes. in der Schlacht kämpfen; absolut, Thuc. 1, 20, ὡς δεῖ ὡπλίσϑαι τὸν μέλλοντα ἐφ' ἵππου κινδυνεύειν Xen. de re equ. 12, 1, der zu Pferde kämpfen will; πρὸς τοὺς πολεμίους Mem. 3, 3, 14; Dem. 15, 24 u. A.; περὶ τῆς ψυχῆς Ar. Plut. 524; περὶ τῆς πατρίδος Pol. 1, 27, 1; ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς 1, 2, 2, ὁ κινδυνεύων τόπος, der Ort der Gefahr, 3, 115, 6; auch περὶ τοῖς φιλτάτοις, Plat. Prot. 314 a; – c. dat., τῇ ψυχῇ, sein Leben aufs Spiel setzen, daran wagen, Her. 7, 209; τῷ βίῳ Pol. 5, 61, 4; τοῖς ὅλοις πράγμασι 1, 70, 1, – c. acc., τὴν μάχην ἐν τοῖς ἐπιλέκτοις ἐκινδύ-νευσα, ich habe die Schlacht mitgemacht, Aesch. 2, 169; κινδυνεύειν τὴν ψευδομαρτυρίαν Dem. 41, 16, sich in die Gefahr stürzen, falsches Zeugnisses wegen angeklagt zu werden. Auch κινδύνευμα κινδυνεύειν, Plat. Rep. IV, 451 a; πάντας κινδύνους Legg. VII, 814 b. – Gefahr laufen, in Gefahr sein; τὸν ναυτικὸν στρατὸν κινδυνεύσει ἀποβαλέειν, er wird Gefahr laufen zu verlieren, Her. 8, 65, vgl. 97; κινδυνεύω διαφϑαρῆναι Thuc. 3, 74; vgl. Xen. Hem. 4, 7, 6; ἐξ οὗ κινδυνεύεις νυνὶ ἀποϑανεῖν Plat. Apol. 28 b; μὴ περὶ τοῖς φιλτάτοις κυβεύῃς τε καὶ κινδυνεύῃς Prot. 314 a; gew. περί τινος, Gorg. 521 d; vgl. Her. 8, 74; περὶ τοῦ βίου Ar. Plut. 524; Folgde. – Bes. auch vor Gericht in Gefahr sein, auf Tod u. Leben angeklagt sein. – Pass. in Gefahr gesetzt werden, in Gefahr gerathen; ἐν δίκᾳ μὴ κεκινδυνευμένος Pind. N. 5, 14; im Kriege, Isocr. 1, 43; μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσϑαι, aufs Spiel gesetzt werden, Thuc. 2, 35; Plat. μὴ οὐκ ἐν τῷ Καρὶ ὑμῖν ὁ κίνδυνος κινδυνεύηται ἀλλ' ἐν τοῖς υἱέσι Lach. 187 b; δι' ὧν τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Dem. 19, 285; τὰ χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι 34, 28; τὰ ὑπὸ πολλῶν κινδυνευϑέντα Lys. 2, 54, gefahrvolle Unternehmungen; vgl. Arr. An. 2, 7, 5; τὸ φιλοπόλεμον καὶ κεκινδυνευμένον D. Sic. 2, 21. – 2) sehr gewöhnlich im milderen Sinn, κινδυνεύουσι οἱ ἄνϑρωποι οὗτοι γόητες εἶναι, sie laufen Gefahr als Betrüger zu erscheinen, sie scheinen Betrüger zu sein, Her. 4, 105; oft im Att., bes. bei Plat., eine höfliche Wendung für eine bestimmte Behauptung, dem lat. haud scio an entsprechend; κινδυνεύω πεπονϑέναι, es scheint mir so zu gehen, Gorg. 485 c; κινδυνεύω σοι δοκεῖν μακάριός τις εἶναι, ich scheine dir wohl zu meinen, Men. 71 b; κινδυνεύεις ἀληϑῆ λέγειν, du kannst wohl Recht haben, Conv. 205 d, öfter; auch in bejahenden Antworten, »so scheint es«, Phaedr. 262 c Soph. 256 e u. öfter; κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαϑὸν εἶναι τὸ εὐδαιμονεῖν, Glückseligkeit scheint das unbezweifeltste Gut zu sein, Xen. Mem. 4, 2, 34.
-
4 κινδυνεύω
Aκεκινδύνευκα Lys.3.47
, Plb.5.61.4:—[voice] Pass., mostly in [tense] pres.: [tense] fut.κινδυνευθήσομαι D.30.10
,κεκινδυνεύσομαι Antipho 5.75
: [tense] aor. and [tense] pf., v. infr. 3: ([etym.] κίνδυνος):—to be daring, run risk, κ. πρὸς πολλούς, πρὸς τοὺς πολεμίους, Hdt.4.11, X.Mem.3.3.14; κ. εἰς τὴν Αῐγυπτον venture thither, Pherecr.11.b abs., make a venture, take a risk, Hdt.3.69, Ar.Eq. 1204; to be in dire peril, Th.3.28, 6.33, etc.; to be in danger, Arist.EN 1124b8, etc.; of a sick person, Hp.Aph. (Sp.) 7.82, Coac. 374; esp. engage in war, Isoc.1.43; τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος the post being in peril, Th.4.8; ὁ κινδυνεύων τόπος the place of danger, Plb.3.115.6.2 c. dat., κ. τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ, Hdt.2.120, 7.209; κ. ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι run a risk with all Greece, i.e. endanger it all, Id.8.60.α'; στρατιῇ Id.4.80
; τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ' ἄν .. ; in what points.. ? D.9.18; κ. τοῖς ὅλοις πράγμασι, τῷ βίῳ, Plb.1.70.1, 5.61.4;τῷ ζῆν PTeb.44.21
(ii B.C.): freq. with Preps.,κ. ἐν τοῖς σώμασι Lys.2.63
;οὐκ ἐν τῷ Καρὶ ἀλλ' ἐν υἱέσι Pl.La. 187b
([voice] Pass.); κ. περὶ [ τῆς Πελοποννήσου] Hdt.8.74;περὶ τῆς ψυχῆς Antipho 2.4.5
, Ar.Pl. 524;περὶ τοῦ σώματος And.1.4
;περὶ ἀνδραποδισμοῦ Isoc. 8.37
;περὶ τῆς μεγίστης ζημίας Lys.7.15
;περὶ τῆς βασιλείας πρὸς Κῦρον D.15.24
; ;περὶ τοῖς φιλτάτοις Pl.Prt. 314a
; but κ. περὶ δισχιλίους go into battle with a force of 2, 000, Eun.Hist.p.244 D.;ὑπὲρ καλλίστων Lys.2.79
.3 c. acc. cogn., venture, hazard, ;κινδύνευμα Pl.R. 451a
;μάχην Aeschin.2.169
; τὴν ψευδομαρτυρίαν hazard a prosecution for perjury, D.41.16 codd. ( τῶν-ιῶν Blass):—[voice] Pass., to be ventured or hazarded, μεταβολὴ κινδυνεύεται there is risk of change, Th.2.43; ὁποτέρως ἔσται, ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται remains in hazardous uncertainty, Id.1.78;τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει D.19.285
; κεκινδυνευμένον a venturous enterprise, Pi.N.5.14; τὰ κινδυνευθέντα, = τὰ κινδυνεύματα, Lys.2.54;τῶν ἤδη σφίσι καλῶς κεκινδυνευμένων Arr.An.2.7.3
;τὸ φιλοπόλεμον καὶ κεκ. D.S.2.21
.4 c. inf., run the risk of doing or being..,τὸν στρατὸν κινδυνεύσει ἀποβαλεῖν Hdt.8.65
;κακόν τι λαβεῖν Id.6.9
;ἀπολέσθαι Id.9.89
;διαφθαρῆναι Th.3.74
; , etc.;τοῦ συντριβῆναι LXX Jn.1.4
; then,b to express chance, i.e. what may possibly or probably happen: c. [tense] pres., [tense] pf., or [tense] aor. inf., κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι they run a risk of being reputed conjurers, Hdt.4.105; κινδυνεύσομεν βοηθεῖν we shall probably have to assist, Pl. Tht. 164e, cf. 172c; κ. ἡ ἀληθὴς δόξα ἐπιστήμη εἶναι seems likely to be.., ib. 187b; κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι you will have the chance of showing your worth, X.Mem.2.3.17, cf. 3.13.3; κ. ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν εἶναι ib.4.2.34, cf. Pl.Ap. 40b; τὰ συσσίτια κινδυνεύει συναγαγεῖν he probably organized the σ., Id.Lg. 625e; κινδυνεύω πεπονθέναι ὅπερ .. Id.Grg. 485e: c. [tense] fut. inf., dub. in Th.4.117; κινδυνεύει impers., it may be, possibly, as an affirmat. answer, Pl.Sph. 256e, Phdr. 262c; out of courtesy, when no real doubt is implied, κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν you may very likely be right, Id.Smp. 205d.5 [voice] Pass., to be endangered or imperilled,ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κ. Th.2.35
; :— but [voice] Pass. in sense of [voice] Act. dub. in GDI3569.4 ([place name] Calymna).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινδυνεύω
См. также в других словарях:
Δον Ζουάν — Λογοτεχνικός ήρωας. Στην ερωτική μυθολογία της Δύσης ο Δ.Ζ. εγγράφεται ως μια προνομιακή μορφή, της οποίας οι μεταμορφώσεις είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για την εικόνα που κάθε ιστορική εποχή σχηματίζει για τον έρωτα. Ο Δ.Ζ., αντίθετα με τον… … Dictionary of Greek
Ιδαίοι Δάκτυλοι — Μυθολογικά πρόσωπα. Ήταν δαίμονες που κατάγονταν από την κρητική ή τη φρυγική Ίδη και ανήκαν στην ακολουθία της μητέρας των θεών Ρέας ή Κυβέλης. Οι αρχαίοι συγγραφείς διατύπωσαν διαφορετικές θεωρίες για το όνομα και τον αριθμό τους. Ο Στράβωνας… … Dictionary of Greek
Αριστομένης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας των Μεσσηνίων (7ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Πύρρου ή του Νικομήδη και της Νικοτέλειας, από το γένος των Αιπυτιδών. Ξεσήκωσε τους Μεσσηνίους εναντίον της Σπάρτης και έδειξε τόση ανδρεία στον Β’ Μεσσηνιακό… … Dictionary of Greek
TELCHINES — popul. Rhodi insulae, eo ex Creta profecti (unde Rhodus Telchinia dicta) Ialysum urbem incolentes. Ovid. Met. l. 7. v. 365. Ialysios Telchinas, Quorum oculos ipso mutantes omnia visu Iuppiter exosus fraternis subdidit undis. Malefici siquidem… … Hofmann J. Lexicon universale
ψύλλος — ο, ΝΜΑ είδος εντόμου που ζει παρασιτικά στους ανθρώπους και στα ζώα νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών μικροσκοπικών, άπτερων ολομετάβολων εντόμων τής τάξης σιφωνάπτερα 2. φρ. α) «για ψύλλου πήδημα» για ασήμαντη αφορμή β) «ούτε ψύλλος στον κόρφο … Dictionary of Greek
ψυχοπομπός — ο / ψυχοπομπός, όν, ΝΜΑ (ως προσωνυμία τού Ερμού και τού Χάρωνος) αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών νεκρών στον Άδη αρχ. εξορκιστής κακών πνευμάτων («ψυχοπομποὶ γόητες», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πομπός (< πέμπω), πρβλ. νηο πομπός] … Dictionary of Greek